αντιφατικός

αντιφατικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που έχει μέσα του αντίφαση: Δύο έννοιες λέγονται αντιφατικές όταν η μία αποκλείει την άλλη (π.χ. άνθρωπος - όχι άνθρωπος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιφατικός — contradictory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιφατικός — ή, ό (Α ἀντιφατικός, ή, όν) [αντιφάσκω] 1. αυτός που περιέχει αντίφαση 2. «αντιφατικές προτάσεις» δύο κατηγορικές προτάσεις οι οποίες μολονότι σχηματίζονται από τους ίδιους όρους αντίκεινται θεμελιωδώς η μία προς την άλλη νεοελλ. (για ανθρώπους)… …   Dictionary of Greek

  • ἀντιφατικῶν — ἀντιφατικός contradictory fem gen pl ἀντιφατικός contradictory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικόν — ἀντιφατικός contradictory masc acc sg ἀντιφατικός contradictory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικαί — ἀντιφατικός contradictory fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικοῖς — ἀντιφατικός contradictory masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικοί — ἀντιφατικός contradictory masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικοῦ — ἀντιφατικός contradictory masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικῆς — ἀντιφατικός contradictory fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικῇ — ἀντιφατικός contradictory fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”